- ὑποθερμοτέρου
- ὑπόθερμοςsomewhat hotmasc/neut gen comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόθερμος — η, ο / ὑπόθερμος, ον, ΝΑ ο κάπως ζεστός, χλιαρός νεοελλ. γεωλ. (για πηγή) αυτός που τα νερά του έχουν θερμοκρασία μικρότερη τών 30°C αρχ. μτφ. (για πρόσ. και για άλογα) ο κάπως ορμητικός («πολεμίου δὲ καὶ ὑποθερμοτέρου τῷ ἔργῳ», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek